καταμυκτηρίζω

καταμυκτηρίζω
καταμυκτηρίζω (Α)
δείχνω την περιφρόνησή μου για κάποιον με μορφασμό συστέλλοντας τα ρουθούνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + μυκτηρίζω «δείχνω την περιφρόνησή μου, εμπαίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταμυκτηρίζειν — καταμυκτηρίζω mock with upturned nose pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”